ανθρακωρύχος

ανθρακωρύχος
ο
ο εργάτης ανθρακωρυχείου.
[ΕΤΥΜΟΛ. < άνθραξ + ορύσσω. Η λ. μαρτυρείται απο το 1897 στον λογοτέχνη και πολιτικό Άγγελο Βλάχο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Поможем сделать НИР

Look at other dictionaries:

  • ανθρακωρύχος — ο εργάτης ανθρακωρυχείου: Η δουλειά του ανθρακωρύχου είναι πολύ δύσκολη …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • άνθρακας — I (anthrax). Δίπτερο έντομο της οικογένειας των βομβυλιιδών. Πρόκειται για μεγάλη μύγα, που φτάνει σε μήκος τα 25 εκ. Έχει μαύρο σώμα με λέπια και τρίχες, πλατύ κεφάλι και προβοσκίδα που συνήθως είναι πολύ μακριά και λεπτή. Το θηλυκό γεννά τα… …   Dictionary of Greek

  • ανθρακεργάτης — ο 1. ο εργάτης που δουλεύει στη φόρτωση και εκφόρτωση ανθράκων 2. ανθρακωρύχος …   Dictionary of Greek

  • ανθρακωρυχία — η 1. η εξαγωγή ορυκτών ανθράκων από ορυχείο 2. η δουλειά του ανθρακωρύχου. [ΕΤΥΜΟΛ. < ανθρακωρύχος. Η λ. μαρτυρείται από τον νομομαθή και πολιτικό Αναστάσιο Πολυζωίδη (1802 1873)] …   Dictionary of Greek

  • Σταχάνοφ, Αλεξέι Γκριγκόροβιτς — Σοβιετικός ανθρακωρύχος, ανακαινιστής της βιομηχανίας γαιανθράκων. Γεννήθηκε το 1906. Από το 1927 εργαζόταν στο ανθρακωρυχείο «Κεντρικό Ίρμινο» στην Καντίεφκα σαν φρεναδόρος και αργότερα στην εξόρυξη. Στις 31 Αυγούστου 1935 κατάρριψε ρεκόρ… …   Dictionary of Greek

  • γαιανθρακωρύχος — ο ο εργάτης γαιανθρακωρυχείου, ο ανθρακωρύχος …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”